Pôr στα ελληνικά
Μετάφραση: pôr, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθε, διαβλέπω, στρώμα, διαμέσου, έκρηξη, ξέσπασμα, αντιλαμβάνομαι, εκδήλωση, για, από, ανά, περίπου, περί, με, κατά, από την, του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- popularizar στα ελληνικά - λαϊκόν, διαδώσει, εκλαϊκεύσουμε, να διαδώσει, διαδώσει την
- população στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
- porca στα ελληνικά - σπέρνω, παξιμάδι, διάστημα, ενσπείρω, χώρος, καρύδι, περικόχλιο, ...
- porcas στα ελληνικά - ξηροί καρποί, καρύδια, παξιμάδια, ξηρούς καρπούς, καρπούς με κέλυφος
Τυχαίες λέξεις
Pôr στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθε, διαβλέπω, στρώμα, διαμέσου, έκρηξη, ξέσπασμα, αντιλαμβάνομαι, εκδήλωση, για, από, ανά, περίπου, περί, με, κατά, από την, του
Μεταφράσεις: κάθε, διαβλέπω, στρώμα, διαμέσου, έκρηξη, ξέσπασμα, αντιλαμβάνομαι, εκδήλωση, για, από, ανά, περίπου, περί, με, κατά, από την, του