Διαβλέπω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
por, perceber, descartar, descarte, convencer, pelo, em, ver, eu vejo, vejo, que vejo, que eu vejo
Διαβλέπω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβλέπω

διαβλέπω ετυμολογια, διαβλέπω λεξικο, διαβλέπω ορισμός, διαβλέπω βικιπαιδεια, διαβλέπω συνωνυμο, διαβλέπω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαβλέπω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαβιβάζω στα πορτογαλικά - trazer, transmitir, transmitem, transmite, transmitirá, transmitirão
  • διαβιβαστής στα πορτογαλικά - expedidor, encaminhador, transitário, remetente, reencaminhador
  • διαβολή στα πορτογαλικά - difamação, calúnia, caluniar, calúnias, injúria
  • διαβολικός στα πορτογαλικά - endiabrado, irrequieto, travesso, impish, moleque
Τυχαίες λέξεις
Διαβλέπω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: por, perceber, descartar, descarte, convencer, pelo, em, ver, eu vejo, vejo, que vejo, que eu vejo