Ανά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pimenta, pelo, por, em, per, por cada, € por
Ανά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανά

ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αμύνομαι στα πορτογαλικά - defesa, proteger, resguardar, defender, defenda, me defender, de me defender
  • αν στα πορτογαλικά - se, si, idiota, caso, Se o, Se a
  • ανάβαση στα πορτογαλικά - subida, ascensão, ascent, de subida, escalada
  • ανάβω στα πορτογαλικά - acender, género, luminosidade, alar, débil, elevador, fraco, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pimenta, pelo, por, em, per, por cada, € por