Particularizar στα ελληνικά

Μετάφραση: particularizar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, διασπώ, περικεύω, απαιτηθούν αποσαφηνίσεις, συγκεκριμενοποιήσετε ακόμα, αναφέρω λεπτομερώς, εξειδικεύω
Particularizar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • particular στα ελληνικά - οικείος, ενδόμυχος, στενός, ειδικότερα, ιδίως, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ...
  • particularidade στα ελληνικά - επισημαίνω, δείχνω, στίγμα, αιχμή, κομμάτι, πράγμα, απαριθμώ, ...
  • partida στα ελληνικά - αναχώρηση, συμβαλλόμενος, απόκλιση, παρέα, εξαρτώμαι, αγώνας, ματς, ...
  • partido στα ελληνικά - πέρασμα, περνώ, κυκλοφορώ, συμβαλλόμενος, στενά, παρέα, κόμμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Particularizar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, διασπώ, περικεύω, απαιτηθούν αποσαφηνίσεις, συγκεκριμενοποιήσετε ακόμα, αναφέρω λεπτομερώς, εξειδικεύω