Peito στα ελληνικά

Μετάφραση: peito, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στήθος, στο στήθος, θώρακα, το στήθος, θωρακικό
Peito στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pegajoso στα ελληνικά - κολλητικός, ισχυρός, αλύγιστος, κολλώδης, άκαμπτος, κολλώδη, κολλώδες, ...
  • pegar στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, πάρει, να πάρει, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρετε
  • peitoril στα ελληνικά - πεζούλι, ασημί, ασημένιος, περβάζι, μαρσπιέ, περβάζι του, περβαζιού, ...
  • peixe στα ελληνικά - ψάρι, ψάρια, ψαριών, ιχθύων, τα ψάρια
Τυχαίες λέξεις
Peito στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στήθος, στο στήθος, θώρακα, το στήθος, θωρακικό