Pente στα ελληνικά

Μετάφραση: pente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
Pente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • penso στα ελληνικά - επίδεσμος, νομίζω ότι, νομίζω, πιστεύω, πιστεύω ότι, Θεωρώ ότι
  • pensão στα ελληνικά - συνταγή, άνθρωπος, άνθρωποι, σύνταξη, κόσμος, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, ...
  • pentear στα ελληνικά - χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
  • penugem στα ελληνικά - πούπουλο, κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
Τυχαίες λέξεις
Pente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας