Pontual στα ελληνικά
Μετάφραση: pontual, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβολόγος, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς
Μεταφράσεις
- ponto στα ελληνικά - ραφή, σημειώνω, πίνακας, βούλα, απόθεμα, στίγμα, διπλός, ...
- pontos στα ελληνικά - αιχμή, δείχνω, επισημαίνω, στίγμα, σημεία, σημείων, τα σημεία, ...
- pontuação στα ελληνικά - τιμωρώ, στίξη, στίξης, σημεία στίξης, στίξεως, σημείων στίξης
- popa στα ελληνικά - βλοσυρός, αυστηρός, πρύμνη, φτωχός, καημένος, πενιχρός, στιφάδο, ...
Τυχαίες λέξεις
Pontual στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβολόγος, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς
Μεταφράσεις: ακριβής, συγκεκριμένος, ακριβολόγος, έγκαιρη, εμπρόθεσμη, ακριβή, συνεπείς