Potência στα ελληνικά

Μετάφραση: potência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, κύρος, δύναμη, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Potência στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • potenciómetro στα ελληνικά - ποτενσιόμετρο, ποτενσιόμετρου, το ποτενσιόμετρο, ποτενσιομέτρου, του ποτενσιόμετρου
  • potente στα ελληνικά - δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
  • pouco στα ελληνικά - λίγο, ζωντανός, μένω, μικρός, μικρό κομμάτι, λίγη, λίγο πιο, ...
  • poucos στα ελληνικά - λίγα, λίγες, λίγοι, λιγοστός, μερικά, μερικές
Τυχαίες λέξεις
Potência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, κύρος, δύναμη, ισχύς, ισχύος, ισχύ