Próprio στα ελληνικά

Μετάφραση: próprio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατέχω, κτήτορας, προσωπικότητα, κάτοχος, προσωπικός, ιδιοκτήτης, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Próprio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • prémios στα ελληνικά - επίδομα, πριμοδότηση, Βραβεία, Choice Τα, βραβείων, τα βραβεία, διακρίσεις
  • príncipe στα ελληνικά - πρίγκιπας, πρίγκιπα, πρίγκηπα, πρίγκηπας, ηγεμόνα
  • próximo στα ελληνικά - κοντά, διπλανός, κοντινός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
  • psicanálise στα ελληνικά - ανάλυση, ψυχανάλυση, ψυχανάλυσης, την ψυχανάλυση, η ψυχανάλυση, της ψυχανάλυσης
Τυχαίες λέξεις
Próprio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατέχω, κτήτορας, προσωπικότητα, κάτοχος, προσωπικός, ιδιοκτήτης, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική