Προσωπικότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
temperamento, carácter, personalidade, pessoal, índole, próprio, de personalidade, a personalidade, da personalidade
Προσωπικότητα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα

προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσωπικότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσωπικό στα πορτογαλικά - faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
  • προσωπικός στα πορτογαλικά - peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular
  • προσωποποιώ στα πορτογαλικά - personificar, representar, passar, passar por, impersonate
  • προσωρινά στα πορτογαλικά - momentaneamente, momento, molde, temporariamente, temporária, temporário, provisoriamente
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: temperamento, carácter, personalidade, pessoal, índole, próprio, de personalidade, a personalidade, da personalidade