Prover στα ελληνικά

Μετάφραση: prover, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήθεια, καθιστώ, προνοώ, παρέχω, προσφέρω, επιπλώνω, παροχή, κάνω, προμηθεύω, χορήγηση, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Prover στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • proveitoso στα ελληνικά - εξυπηρετικός, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
  • provento στα ελληνικά - απολαβή, εισόδημα, πρόσοδοι, έσοδα, προϊόν, εσόδων, προχωρά
  • providenciar στα ελληνικά - παρέχω, προνοώ, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
  • provir στα ελληνικά - έρχομαι, έλα, έρθει, έρχονται, προέρχονται, έρθουν
Τυχαίες λέξεις
Prover στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήθεια, καθιστώ, προνοώ, παρέχω, προσφέρω, επιπλώνω, παροχή, κάνω, προμηθεύω, χορήγηση, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει