Receita στα ελληνικά
Μετάφραση: receita, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόστυχος, ακαθάριστος, έσοδο, συνταγή, χοντρός, παραλήπτης, παραγραφή, εισόδημα, τύπος, αισχρός, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- receber στα ελληνικά - αποκτώ, έχω, έχε, παραλαμβάνω, παίρνω, λαμβάνω, λαμβάνουν, ...
- receio στα ελληνικά - φόβος, τρόμος, πανηγύρι, ευωχούμαι, συμπόσιο, πανδαισία, φόβο, ...
- receitar στα ελληνικά - διατάσσω, προβλέπω, παραγραφή, ορίζω, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ...
- recente στα ελληνικά - πρόσφατα, ζωντανός, φρέσκος, πρόσφατος, νωπός, δροσερός, πρόσφατη, ...
Τυχαίες λέξεις
Receita στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόστυχος, ακαθάριστος, έσοδο, συνταγή, χοντρός, παραλήπτης, παραγραφή, εισόδημα, τύπος, αισχρός, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Μεταφράσεις: πρόστυχος, ακαθάριστος, έσοδο, συνταγή, χοντρός, παραλήπτης, παραγραφή, εισόδημα, τύπος, αισχρός, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που