Έσοδο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
receita, renda, rendimento, rendimentos, de renda, lucro
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έσοδο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα πορτογαλικά - vir, proceder, vindo, provir, chegar, entrar, vêm, ...
- έρωτας στα πορτογαλικά - sexo, sexualidade, amor, costurar, coser, sex., amo, ...
- έστω στα πορτογαλικά - mesmo, ainda, até, até mesmo
- έσχατος στα πορτογαλικά - terrível, horrível, final, derradeiro, último, última, definitiva
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: receita, renda, rendimento, rendimentos, de renda, lucro
Μεταφράσεις: receita, renda, rendimento, rendimentos, de renda, lucro