Ακαθάριστος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακαθάριστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
castiço, receita, puro, bruto, grosseiro, bruta, brutos, bruta de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαθάριστος
ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ακαθάριστοσ σχηματισμόσ κεφαλαίου, ακαθάριστος μισθός, ακαθάριστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακαθάριστος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακαδημία στα πορτογαλικά - academia, Academy, academia de, da Academia
- ακαδημαϊκός στα πορτογαλικά - estudante, acadêmico, acadêmica, académico, académica, lectivo
- ακαθαρσία στα πορτογαλικά - impureza, impurezas, de impurezas, de impureza, a impureza
- ακαθόριστος στα πορτογαλικά - indeciso, incerto, perturbado, agitado, instável
Τυχαίες λέξεις
Ακαθάριστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: castiço, receita, puro, bruto, grosseiro, bruta, brutos, bruta de
Μεταφράσεις: castiço, receita, puro, bruto, grosseiro, bruta, brutos, bruta de