Remunerar στα ελληνικά
Μετάφραση: remunerar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρώνω, αμείβω, καθιστώ, αποζημιώνω, προσφέρω, κάνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, αμοιβή των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- removível στα ελληνικά - αφαίρεση, μετάθεση, εξάλειψη, αφαιρούμενη, αφαιρούμενα, αφαιρούμενο, αποσπώμενο, ...
- remoção στα ελληνικά - εκκενώνω, μετακίνηση, απομάκρυνση, αφαίρεση, απομάκρυνσης, αφαίρεσης
- remunerações στα ελληνικά - τιμάριο, δίδακτρα, αμοιβή, μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, ...
- remédio στα ελληνικά - φάρμακο, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, επανορθώνω, θυμάμαι, παστώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Remunerar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρώνω, αμείβω, καθιστώ, αποζημιώνω, προσφέρω, κάνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, αμοιβή των
Μεταφράσεις: πληρώνω, αμείβω, καθιστώ, αποζημιώνω, προσφέρω, κάνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, αμοιβή των