Sal στα ελληνικά

Μετάφραση: sal, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Sal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sair στα ελληνικά - παρατάω, φεύγω, παντόφλα, παραιτούμαι, βγούμε, να βγούμε, βγούμε από, ...
  • sais στα ελληνικά - αλάτι, άλατα, αλάτων, τα άλατα, άλατά, τα άλατά
  • sala στα ελληνικά - θαλάμη, χώρος, κοιλότητα, δωμάτιο, θάλαμος, αίθουσα, δωματίου, ...
  • salada στα ελληνικά - μισθός, σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
Τυχαίες λέξεις
Sal στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων