Αλάτι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salmão, sais, salmões, sal, salgar, sal de, de sal, seu sal, salgada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλάτι
αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλάτι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αλάθητος στα πορτογαλικά - falha, perfeito, infalível, infalíveis, foolproof, à prova de idiotas, à prova de falhas
- αλάνθαστος στα πορτογαλικά - infalível, infalíveis
- αλέθω στα πορτογαλικά - moer, lidar, moinhos, moinho, ordenhar, fábrica, grade, ...
- αλέτρι στα πορτογαλικά - arar, lote, urdir, arado, charrua, arado de, plough, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: salmão, sais, salmões, sal, salgar, sal de, de sal, seu sal, salgada
Μεταφράσεις: salmão, sais, salmões, sal, salgar, sal de, de sal, seu sal, salgada