Salão στα ελληνικά

Μετάφραση: salão, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
Salão στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • salário στα ελληνικά - μισθός, απολαβές, πώληση, αποδοχές, πληρωμή, πληρώνω, μισθού, ...
  • salários στα ελληνικά - μισθός, μισθοί, ημερομίσθια, μισθών, μισθούς, τους μισθούς
  • sanar στα ελληνικά - παστώνω, καπνίζω, αλατίζω, θεραπεύω, περιέργεια, θεραπεία, φάρμακο, ...
  • sancionar στα ελληνικά - επιδοκιμάζω, εγκρίνω, κύρωση, κυρώσεις, κυρώσεων, κύρωσης, κυρώσεως
Τυχαίες λέξεις
Salão στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ