Satisfação στα ελληνικά
Μετάφραση: satisfação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγνώμη, ικανοποίηση, αρέσκεια, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Μεταφράσεις
- satisfatório στα ελληνικά - ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
- satisfazer στα ελληνικά - εξιλεώνομαι, ευχαριστημένος, ευχαρίστηση, ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, επαρκώ, μουσκεύω, ...
- satisfeito στα ελληνικά - ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ικανοποιώ, ευχαριστημένος, ικανοποιημένοι, πληρούνται, πληρούται, ...
- saturar στα ελληνικά - μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Τυχαίες λέξεις
Satisfação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγνώμη, ικανοποίηση, αρέσκεια, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Μεταφράσεις: συγνώμη, ικανοποίηση, αρέσκεια, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του