Seco στα ελληνικά

Μετάφραση: seco, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξηρός, στεγνός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Seco στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • secar στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
  • secas στα ελληνικά - ξηρασία, αποξηραμένα, ξηρά, ξηραίνεται, ξηράνθηκαν, ξηραίνονται
  • secretária στα ελληνικά - τμήμα, τομή, γραφείο, Επιφάνεια, εκδρομών, Επιφάνεια εργασίας, Desk
  • secretário στα ελληνικά - γραμματέας, Γραμματέα, Γραμματέα του, Γραμματέα των, γραμματέας του
Τυχαίες λέξεις
Seco στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξηρός, στεγνός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή