Sobreviver στα ελληνικά
Μετάφραση: sobreviver, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποπτεύομαι, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sobretudo στα ελληνικά - παλτό, ειδικά, ουσία, ιδίως, πανωφόρι, ιδιαίτερα, κυρίως, ...
- sobreviva στα ελληνικά - επιζώ, υποπτεύομαι, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
- sobrevivência στα ελληνικά - επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, η επιβίωση
- sobrevoar στα ελληνικά - αφρίζω, υπερίπτανται, υπέρπτησης, εκτελούν πτήσεις επάνω, εκτελούν πτήσεις επάνω από, υπερίπταται
Τυχαίες λέξεις
Sobreviver στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν