Substantivo στα ελληνικά
Μετάφραση: substantivo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικό, αναπληρωματικός, τρέφω, αναπληρώνω, καλλιεργώ, υποκαθιστώ, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- subsidiar στα ελληνικά - επιδότηση, επιχορήγηση, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδοτήσουν, επιδοτεί
- subsolo στα ελληνικά - υπόγειο, κελάρι, υπόγειος, υπόγεια, υπόγειες, του υπόγειου
- substitua στα ελληνικά - αντικαταστάτης, αντικατάσταση, αντικαθιστώ, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
- substituir στα ελληνικά - υποκαθιστώ, αναπληρωματικός, αναπληρώνω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Substantivo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικό, αναπληρωματικός, τρέφω, αναπληρώνω, καλλιεργώ, υποκαθιστώ, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
Μεταφράσεις: ουσιαστικό, αναπληρωματικός, τρέφω, αναπληρώνω, καλλιεργώ, υποκαθιστώ, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών