Închis στα ελληνικά
Μετάφραση: închis, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, μελαχρινός, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- începător στα ελληνικά - ατζαμής, μυώ, εγκαινιάζω, ξεκινώ, αρχάριος, Ανεπαρκής, αρχάριο, ...
- încet στα ελληνικά - άνετος, σιγά, σιγά-, αργά, βραδύς, εύκολος, βραδέως, ...
- închisoare στα ελληνικά - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
- încordat στα ελληνικά - τεντωμένος, σε υπερένταση, τεταμένη, ένταση, τεταμένες, έντασης
Τυχαίες λέξεις
Închis στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, μελαχρινός, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή
Μεταφράσεις: σκούρος, σκοτεινός, μουχρός, μελαχρινός, κλειστό, κλειστός, κλείσει, κλειστά, κλειστή