Limită στα ελληνικά
Μετάφραση: limită, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- limbă στα ελληνικά - γλώσσα, εγκάθετος, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
- limfă στα ελληνικά - λέμφος, λέμφου, λεμφαδένες, λεμφικό, λέμφο
- limită στα ελληνικά - περιορίζω, όριο, σύνορο, δεμένος, ορίου, οριακές, οριακών, ...
- limpede στα ελληνικά - εναργής, διαυγής, έκδηλος, ελευθερώνω, σαφής, σαφές, σαφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Limită στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Μεταφράσεις: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας