Oboseală στα ελληνικά
Μετάφραση: oboseală, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούραση, κόπωση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- obligaţie στα ελληνικά - ευθύνη, παθητικό, δωσιδικία, συνδέω, δεσμός, συγκολλώ, υποχρέωση, ...
- oboi στα ελληνικά - όμποε, oboe, το όμποε, στο όμποε
- obosi στα ελληνικά - κουράζω, εξαντλώ, κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένα
- obosit στα ελληνικά - κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Τυχαίες λέξεις
Oboseală στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούραση, κόπωση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Μεταφράσεις: κούραση, κόπωση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης