Κόπωση στα ρουμανικά

Μετάφραση: κόπωση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oboseală, oboseala, oboselii, de oboseală, osteneala
Κόπωση στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπωση

κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κόπωση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • κόπος στα ρουμανικά - enerva, oboseală, muncă, muncii, forței de muncă, de muncă, munca
  • κόπρανα στα ρουμανικά - scaun, taburet, scaunul, scaun de, de scaun
  • κόρα στα ρουμανικά - insolenţă, crustă, crusta, scoarța, crustei, scoarta
  • κόρη στα ρουμανικά - fiică, fiica, fiicei, fata, pe fiica
Τυχαίες λέξεις
Κόπωση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: oboseală, oboseala, oboselii, de oboseală, osteneala