Permite στα ελληνικά

Μετάφραση: permite, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφήνω, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Permite στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • permisie στα ελληνικά - φεύγω, παρατάω, παραιτούμαι, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, ...
  • permisiune στα ελληνικά - άδεια, την άδεια, άδειας, άδειά, την άδειά
  • pernă στα ελληνικά - μαξιλάρι, μαξιλαριού, μαξιλαράκι, μαξιλάρι του, μαξιλαριού του
  • peron στα ελληνικά - πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, της πλατφόρμας, την πλατφόρμα
Τυχαίες λέξεις
Permite στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφήνω, επιτρέπω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει