Επιτρέπω στα ρουμανικά
Μετάφραση: επιτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
permis, permite, permit, permită, a permite, să permită
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτρέπω
επιτρέπω ουσιαστικό, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω αγγλικα, επιτρέπω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, επιτρέπω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- επιτιμώ στα ρουμανικά - ocărî, dojeni, mustre
- επιτομή στα ρουμανικά - prototip, rezumat, SUMAR, simbol, rezumatul, este rezumatul
- επιτρεπτός στα ρουμανικά - admisibil, admisibilă, permisă, admisă, admisibile
- επιτροπή στα ρουμανικά - comitet, curte, comisie, comitetului, comisiei, comitet de
Τυχαίες λέξεις
Επιτρέπω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: permis, permite, permit, permită, a permite, să permită
Μεταφράσεις: permis, permite, permit, permită, a permite, să permită