Адъюнкт στα ελληνικά

Μετάφραση: адъюнкт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρότερος, υφιστάμενος, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό
Адъюнкт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адсорбировать στα ελληνικά - προσροφά, προσροφούν, προσροφήσουν, προσροφώνται, προσροφηθεί
  • адсорбция στα ελληνικά - προσρόφηση, προσρόφησης, απορρόφηση, προσροφήσεως, απορρόφησης
  • адъютант στα ελληνικά - υπασπιστής, υπασπιστή, υπασπιστής του, ο υπασπιστής, τον υπασπιστή
  • адюльтер στα ελληνικά - μοιχεία, μοιχείας, τη μοιχεία, η μοιχεία, για μοιχεία
Τυχαίες λέξεις
Адъюнкт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρότερος, υφιστάμενος, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, παρεπόμενο, επιπρόσθετο, συμπληρωματική, συμπληρωματικό