Υφιστάμενος στα ρωσικά

Μετάφραση: υφιστάμενος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подчинять, подчинить, юниор, молодой, несовершеннолетний, младший, адъюнкт, подчиненный, ток, тока, текущий, текущая, текущее
Υφιστάμενος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφιστάμενος

υφιστάμενος συνωνυμο, υφιστάμενος μετάφραση, υφιστάμενος συνώνυμο, υφιστάμενος σημασια, υφιστάμενος in english, υφιστάμενος λεξικό γλώσσας ρωσικά, υφιστάμενος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • υφαντής στα ρωσικά - ткач, ткачиха, Уивер, Weaver, ткача
  • υφηγητής στα ρωσικά - преподаватель, дьяк, докладчик, лектор, лектором, преподавателем, доцент
  • υψόμετρο στα ρωσικά - альт, высота, высотомер, возвышенность, высоты, высоте, высоту, ...
  • υψώνω στα ρωσικά - поднести, выкармливать, лифт, воскрешать, ворсовать, вскармливать, возносить, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφιστάμενος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: подчинять, подчинить, юниор, молодой, несовершеннолетний, младший, адъюнкт, подчиненный, ток, тока, текущий, текущая, текущее