Аккумуляция στα ελληνικά
Μετάφραση: аккумуляция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккумулировать στα ελληνικά - συσσωρεύω, διατηρώ, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- аккумулятор στα ελληνικά - μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
- аккуратно στα ελληνικά - έξυπνα, κομψά, έγκαιρα, ακριβέστατα, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, ...
- аккуратность στα ελληνικά - συνέπεια, ακριβολογία, ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
Τυχαίες λέξεις
Аккумуляция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Μεταφράσεις: συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση