Альт στα ελληνικά

Μετάφραση: альт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιόλα, υψόμετρο, κοντράλτο, Alto, άλτο, Αΐίο, αλτο
Альт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • альпинистка στα ελληνικά - ορειβάτης, ορειβάτη, αναρριχητή, αναρριχητής, ανυψωτή
  • альпы στα ελληνικά - Άλπεις, Άλπεων, Alps, Άλπες, Αλπεις
  • альтернатива στα ελληνικά - εκλεκτός, επιλογή, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
  • альтернативный στα ελληνικά - εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
Τυχαίες λέξεις
Альт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιόλα, υψόμετρο, κοντράλτο, Alto, άλτο, Αΐίο, αλτο