Аннуляция στα ελληνικά
Μετάφραση: аннуляция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφυγή, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннулирует στα ελληνικά - ακυρώνει, ακυρώσει, ακυρώνεται, καταργεί, ακυρώσει την
- аннулирующий στα ελληνικά - diriment
- анод στα ελληνικά - άνοδος, ανόδου, άνοδο, της ανόδου, ανοδικό
- аномалистический στα ελληνικά - anomalistic
Τυχαίες λέξεις
Аннуляция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφυγή, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης
Μεταφράσεις: αποφυγή, ακύρωση, ακύρωσης, περίπτωση ακύρωσης, την ακύρωση, σε περίπτωση ακύρωσης