Апелляция στα ελληνικά
Μετάφραση: апелляция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έφεση, τραβώ, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апеллянт στα ελληνικά - αναιρεσείουσα, αναιρεσείων, αναιρεσείουσας, αναιρεσείοντος, προσφεύγουσα
- апелляционный στα ελληνικά - εφετικός, δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού, δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό, δευτεροβάθμιο, του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού
- апельсин στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
- апельсинный στα ελληνικά - πορτοκάλι, πορτοκαλί, πορτοκαλιού, πορτοκαλιές, πορτοκαλί χρώμα
Τυχαίες λέξεις
Апелляция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έφεση, τραβώ, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
Μεταφράσεις: έφεση, τραβώ, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή