Безбедно στα ελληνικά

Μετάφραση: безбедно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, βολικός, αναπαυτικά, άνετα, άνεση, με άνεση, άνετη
Безбедно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безапелляционный στα ελληνικά - τελικός, αυταρχικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
  • безатомный στα ελληνικά - nonatomic
  • безбожие στα ελληνικά - απιστία, απιστίας, την απιστία, η απιστία, της απιστίας
  • безбожник στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστής, άθεο, αθεϊστική, αθεϊστή
Τυχαίες λέξεις
Безбедно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, αναπαυτικά, άνετα, άνεση, με άνεση, άνετη