Безумный στα ελληνικά
Μετάφραση: безумный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ξέφρενος, λωλός, μανιώδης, θυμωμένος, φρενιτιώδης, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безумная στα ελληνικά - τρελή, τρελή γυναίκα
- безумно στα ελληνικά - απαίσια, deliriously, παραληρηματικά, πανηγυρίζουν, συνήθως φτιάχνεται
- безумолчный στα ελληνικά - ασταμάτητος, bezumolchny
- безумство στα ελληνικά - οργή, τρέλα, λύσσα, μανία, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, ...
Τυχαίες λέξεις
Безумный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ξέφρενος, λωλός, μανιώδης, θυμωμένος, φρενιτιώδης, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Μεταφράσεις: κουζουλός, τρελούτσικος, ανόητος, άρρωστος, μανιακός, τρελός, έξαλλος, ξέφρενος, λωλός, μανιώδης, θυμωμένος, φρενιτιώδης, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί