Благоволить στα ελληνικά
Μετάφραση: благоволить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είμαι, χάρη, ευνοώ, διανύω, βρίσκομαι, ρουσφέτι, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благовидный στα ελληνικά - αληθοφανής, εύσχημος, καθωσπρέπει, σωστός, ευπρεπής, πρέπων, απατηλός, ...
- благоволение στα ελληνικά - φιλανθρωπία, καλοσύνη, φήμη και πελατεία, πελατεία, υπεραξία, καλής θέλησης, η υπεραξία
- благовоние στα ελληνικά - άρωμα, οσμή, ευωδιά, θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, ...
- благовонный στα ελληνικά - αρωματικός, καραμέλα, ευώδης, γλυκός, ευωδιαστός, αρωματικά, αρωματική, ...
Τυχαίες λέξεις
Благоволить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είμαι, χάρη, ευνοώ, διανύω, βρίσκομαι, ρουσφέτι, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Μεταφράσεις: είμαι, χάρη, ευνοώ, διανύω, βρίσκομαι, ρουσφέτι, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ