Бухать στα ελληνικά
Μετάφραση: бухать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буффонада στα ελληνικά - φιέστα, βωμολοχίες, buffoonery, καραγκιοζιλίκια, τσαρλατανισμός, χονδρά αστεία
- буханка στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
- бухаться στα ελληνικά - πτώση, πέφτω, εκπίπτω, πέφτουνε βαριά, πέφτουν βαριά το ένα
- бухгалтер στα ελληνικά - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
Τυχαίες λέξεις
Бухать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
Μεταφράσεις: τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή