Вал στα ελληνικά
Μετάφραση: вал, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όχθη, πρόστυχος, χοντρός, άξονας, ακαθάριστος, έπαλξη, τράπεζα, ανάχωμα, αισχρός, μπικουτί, προμαχώνας, μετερίζι, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакцинация στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
- вакцинный στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
- валаам στα ελληνικά - Βαλαάμ, Ο Βαλαάμ, Βαλααμ, τον Βαλαάμ, τον Βαλααμ
- валандаться στα ελληνικά - χαζεύω, περιδιαβάζω, valandatsya
Τυχαίες λέξεις
Вал στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όχθη, πρόστυχος, χοντρός, άξονας, ακαθάριστος, έπαλξη, τράπεζα, ανάχωμα, αισχρός, μπικουτί, προμαχώνας, μετερίζι, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο
Μεταφράσεις: όχθη, πρόστυχος, χοντρός, άξονας, ακαθάριστος, έπαλξη, τράπεζα, ανάχωμα, αισχρός, μπικουτί, προμαχώνας, μετερίζι, στέλεχος, άξονα, ατράκτου, άτρακτο