Вбить στα ελληνικά

Μετάφραση: вбить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δολοφονώ, πελεκώ, σκοτώνω, σφαγή, φόνος, να οδηγείτε, να οδηγεί, να οδηγούν, να οδηγήσετε, να οδηγήσει
Вбить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вбивать στα ελληνικά - σφαγή, φόνος, σκοτώνω, πελεκώ, οδηγώ, δολοφονώ, αυτοκίνητο, ...
  • вбирать στα ελληνικά - απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
  • вблизи στα ελληνικά - κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, κοντινός, γύρω, γύρω από, ...
  • вбок στα ελληνικά - πλάι, πλαγίως, πλάγια, τα πλάγια, πλευρικά
Τυχαίες λέξεις
Вбить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δολοφονώ, πελεκώ, σκοτώνω, σφαγή, φόνος, να οδηγείτε, να οδηγεί, να οδηγούν, να οδηγήσετε, να οδηγήσει