Вблизи στα ελληνικά
Μετάφραση: вблизи, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, κοντινός, γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вбирать στα ελληνικά - απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
- вбить στα ελληνικά - δολοφονώ, πελεκώ, σκοτώνω, σφαγή, φόνος, να οδηγείτε, να οδηγεί, ...
- вбок στα ελληνικά - πλάι, πλαγίως, πλάγια, τα πλάγια, πλευρικά
- вбрасывание στα ελληνικά - face-off, αντιπαράθεση, ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Τυχαίες λέξεις
Вблизи στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, κοντινός, γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο
Μεταφράσεις: κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, κοντά, κοντινός, γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο