Ввертеть στα ελληνικά
Μετάφραση: ввертеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βίδα, βιδώνω, vvertet
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ввериться στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, vveritsya
- ввернуть στα ελληνικά - βιδώνω, βίδα, βιδώστε, βίδα σε, βιδώσετε, βιδώνετε, βιδώνονται
- вверх στα ελληνικά - πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
- вверху στα ελληνικά - τελείωσε, πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
Τυχαίες λέξεις
Ввертеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βίδα, βιδώνω, vvertet
Μεταφράσεις: βίδα, βιδώνω, vvertet