Велик στα ελληνικά

Μετάφραση: велик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χοντρός, μεγάλος, πρόστυχος, απίθανος, πρωτεύουσα, ακαθάριστος, αισχρός, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Велик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • веление στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
  • велеть στα ελληνικά - παραγγέλλω, παραγγελία, διαθήκη, προσταγή, λέω, διηγούμαι, προαίρεση, ...
  • великан στα ελληνικά - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
  • великан-людоед στα ελληνικά - δράκοντας, Ogre, δράκος, τέρας, δράκο
Τυχαίες λέξεις
Велик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χοντρός, μεγάλος, πρόστυχος, απίθανος, πρωτεύουσα, ακαθάριστος, αισχρός, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες