Верующий στα ελληνικά

Μετάφραση: верующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευόμενος, πιστός, οπαδός, πιστό, πιστού, υποστηρικτής
Верующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вертячка στα ελληνικά - σβούρα, μύλος
  • вертящийся στα ελληνικά - στροβιλίζεται, στροβίλισμα, whirling, στροβιλίζονται, στροβιλισμού
  • верфь στα ελληνικά - ναυπηγείο, ναυπηγείου, ναυπηγεία, ναυπηγείων, των ναυπηγείων
  • верх στα ελληνικά - ηγούμαι, τελειοποίηση, κορυφή, κεφάλι, ύψος, πίλος, κουκούλα, ...
Τυχαίες λέξεις
Верующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευόμενος, πιστός, οπαδός, πιστό, πιστού, υποστηρικτής