Вето στα ελληνικά
Μετάφραση: вето, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветка στα ελληνικά - κλάδος, κλαδί, ψεκάζω, κλαδάκι, μέλος, άκρο, υποκατάστημα, ...
- ветла στα ελληνικά - ιτιά, ιτιάς, ιτιές, ιτιών, η ιτιά
- веточка στα ελληνικά - κλαδάκι, βλαστός, πυροβολώ, εκτινάσσω, κλαδί, ένα κλαδί, το κλαδί, ...
- ветошь στα ελληνικά - κουρέλι, πήζω, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
Τυχαίες λέξεις
Вето στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο
Μεταφράσεις: αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο