Ветшать στα ελληνικά
Μετάφραση: ветшать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, χειροτερεύω, παρακμάζω, επιδεινώνω, φθορά, παρακμή, αποσύνθεση, αποσύνθεσης, φθορά των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветхость στα ελληνικά - σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, ...
- ветчина στα ελληνικά - ζαμπόν, το ζαμπόν, χοιρομέρι, χοιρομεριού
- веха στα ελληνικά - σημειώνω, σημαίνω, κούρνια, πάσσαλος, βαθμός, σημαδούρα, ορόσημο, ...
- вече στα ελληνικά - κακία, ανηθικότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, Επιμελητήριο, τμήματος
Τυχαίες λέξεις
Ветшать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, χειροτερεύω, παρακμάζω, επιδεινώνω, φθορά, παρακμή, αποσύνθεση, αποσύνθεσης, φθορά των
Μεταφράσεις: σαπίζω, χειροτερεύω, παρακμάζω, επιδεινώνω, φθορά, παρακμή, αποσύνθεση, αποσύνθεσης, φθορά των