Взаимосвязь στα ελληνικά
Μετάφραση: взаимосвязь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχέση, συσχέτιση, επικοινωνία, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взаимопроникающий στα ελληνικά - αλληλοδιεισδύοντος, διαδιεισδυτικό, ενδοδιεισδυτικό, αλληλοεισχώρησης, αλληλοδιαπερνώντας
- взаимосвязанный στα ελληνικά - διασυνδεδεμένο, διασυνδεδεμένων, διασυνδεδεμένα, διασυνδέονται, διασυνδεδεμένες
- взаправду στα ελληνικά - πραγματικά, πράγματι, αλήθεια, για την πραγματική, για πραγματικά, με πραγματικά, για την ακίνητη, ...
- взахлеб στα ελληνικά - άπληστα, λαίμαργα, greedily, απληστία, αχόρταγα
Τυχαίες λέξεις
Взаимосвязь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχέση, συσχέτιση, επικοινωνία, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης
Μεταφράσεις: σχέση, συσχέτιση, επικοινωνία, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης