Вздымающийся στα ελληνικά
Μετάφραση: вздымающийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επείγων, άμεσος, πανύψηλος, υψηλός, πανύψηλα, πανύψηλους, πανύψηλο, υψωμένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздымать στα ελληνικά - ανατρέφω, υψώνω, αναστηλώνω, σηκώνω, ανύψωση, ανάταση, ανύψωσης, ...
- вздыматься στα ελληνικά - ορθώνομαι, αυξάνομαι, μεταρσιώνω, προκύπτω, αύξηση, λαχανιάζω, ανατέλλω, ...
- вздыхать στα ελληνικά - αναστενάζω, αναστεναγμός, λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω, στεναγμός, αναστεναγμό, ...
- взимание στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Τυχαίες λέξεις
Вздымающийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επείγων, άμεσος, πανύψηλος, υψηλός, πανύψηλα, πανύψηλους, πανύψηλο, υψωμένος
Μεταφράσεις: επείγων, άμεσος, πανύψηλος, υψηλός, πανύψηλα, πανύψηλους, πανύψηλο, υψωμένος