Взывать στα ελληνικά
Μετάφραση: взывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, έφεση, επικαλούμαι, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взъерошиться στα ελληνικά - τρίχα, ανατριχιάζω, ανακατώνω, θέτω εις αταξία, τραβώ απροσεκτώς
- взъехать στα ελληνικά - ιππεύω, ατραξιόν, βόλτα, vzehat
- взыскание στα ελληνικά - κύρωση, επιτιμώ, τιμωρία, ανάρρωση, πρόστιμο, ποινή, συλλογή, ...
- взыскательность στα ελληνικά - αυστηρότητα, αυστηρότητας, την αυστηρότητα, η αυστηρότητα, αυστηρότητά
Τυχαίες λέξεις
Взывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, επικαλούμαι, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
Μεταφράσεις: τραβώ, έφεση, επικαλούμαι, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή