Влияние στα ελληνικά
Μετάφραση: влияние, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμπνευση, ορμή, αντίκτυπο, αντίδραση, θέμα, κατάληξη, επενέργεια, αμπάρι, λικνίζομαι, γεγονός, έκβαση, εξουσία, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влить στα ελληνικά - ενσταλάζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
- влиться στα ελληνικά - ροή, ρέω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
- влиятельный στα ελληνικά - τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, ...
- влиять στα ελληνικά - επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, ...
Τυχαίες λέξεις
Влияние στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμπνευση, ορμή, αντίκτυπο, αντίδραση, θέμα, κατάληξη, επενέργεια, αμπάρι, λικνίζομαι, γεγονός, έκβαση, εξουσία, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Μεταφράσεις: έμπνευση, ορμή, αντίκτυπο, αντίδραση, θέμα, κατάληξη, επενέργεια, αμπάρι, λικνίζομαι, γεγονός, έκβαση, εξουσία, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις